This is the 881st most frequent Greek word.
στόχαστρο
The Greek word "στόχαστρο" means "sight" or "viewfinder," typically referring to the aiming device on a weapon or camera.
Στην πρόταση αυτή, η λέξη "στόχαστρο" αναφέρεται στο όργανο που βοηθάει στο να στοχεύει κανείς με ακρίβεια, π.χ., σε ένα τουφέκι. To specific word-function denotes a physical tool for aiming.
Ο κυνηγός χρησιμοποίησε το στόχαστρο για να πετύχει το στόχο.
The hunter used the aiming sight to hit the target.
Εδώ, το "στόχαστρο" υπονοεί ότι ο καλλιτέχνης έχει βρεθεί στο επίκεντρο της προσοχής ή του ενδιαφέροντος των κριτικών, με αντίκτυπο κυρίως αρνητικό ή επικριτικό.
Ο καλλιτέχνης βρέθηκε στο στόχαστρο των κριτικών λόγω του αμφιλεγόμενου έργου του.
The artist came under the critics' focus due to his controversial work.
Σε αυτήν την έννοια, το "στόχαστρο" χρησιμοποιείται μεταφορικά για να περιγράψει το γεγονός ότι κάποιος ή κάτι έχει μπει στο επίκεντρο της προσοχής, συνήθως για έλεγχο.